pauker.at

Griechisch German christlich

Translate
filterpage < >
DeutschGriechischCategoryType
christlich
(christlicher, christliche, christliches)
χριστιανικός / christianikós
(χριστιανική, χριστιανικό)
Adjektiv
Montag m: In christlichen Ländern der Tag nach dem Fußballspiel.
Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / (christlich, Land, Fußball, Teufel) - Monday, n. In Christian countries, the day after the baseball game.
Δευτέρα f: Στις χώρες που χρησιμοποιούν το χριστιανικό ημερολόγιο, είναι η μέρα μετά το ποδοσφαιρικό ματς.
Άμπροουζ Μπίρς, τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (χώρα, χρησιμοποιώ, χριστιανικός, ποδόσφαιρο, διάβολος)
Result is supplied without liability Generiert am 28.11.2024 2:47:31
new entryCheck entriesIm Forum nachfragenother sources Häufigkeit
Ä
  <-- Eingabehilfe einblenden - klicken