pauker.at

Griechisch German Vertrag

Translate
filterpage < >
DeutschGriechischCategoryType
Dekl. Vertrag
m
συμβόλαιο n, σύμβαση f / simwóläo, símwasiSubstantiv
Dekl. Arbeitsvertrag
m

Arbeit, Vertrag
σύμβαση f εργασίας
(εργασία)
Substantiv
anzeigen, verklagen; kündigen (Vertrag) καταγγέλλω (κατάγγειλα od.: κατήγγειλα, καταγγέλθηκα) / katangjéllo
Anzeige f, Klage f; Kündigung (Vertrag)
f
καταγγελία f / katangjelíaSubstantiv
unter Vertrag stehen δουλεύω με συμβόλαιο
einen Vertrag erfüllen εκπληρώνω τους όρους ενός συμβολαίου
(όρος) (συμβόλαιο)
brechen (Versprechen, Vertrag) αθετώ (-εις, -ησα, -ήθηκα) / athetóVerb
einen Vertrag schließen (/ abschließen) κλείνω ένα συμβόλαιο / klíno éna simwóläo
erfüllen (Pflicht, Wunsch, Vertrag) εκπληρώνω (-σα, -θηκα) / ekpliróno
mit jmdm einen Vertrag abschließen
Vereinbarung
συμβάλλω με κάποιον
der Vertrag endet nächstes Jahr
(enden)
το συμβόλαιο λήγει του χρόνου / to simwóläo líji tu chrónu
(λήγω)
Vereinbarung f, Vertrag m, Abkommen n, Konvention f σύμβαση f / símwasiSubstantiv
Geheimvertrag
m

(Vertrag)
μυστική σύμβαση f
(μυστικός)
Substantiv
Vertragsabschluss m, Abschluss m des Vertrages
(Vertrag)
σύναψη f της σύμβασης
(σύμβαση)
Vertragsdauer
f

(Vertrag)
διάρκεια f ισχύος (της σύμβασης)
(σύμβαση)
Substantiv
Vertragsbruch
m

(Vertrag)
παραβίαση f της σύμβασης
(σύμβαση)
Substantiv
Vertragsbedingungen (f,pl)
(Vertrag) (Bedingung)
όροι m,pl συμβολαίου
(όρος) (συμβολαίο)
Substantiv
Kooperationsvertrag
m

(Kooperation) (Vertrag)
σύμβαση f συνεργασίας
(συνεργασία)
Substantiv
Result is supplied without liability Generiert am 30.11.2024 16:23:40
new entryCheck entriesIm Forum nachfragenother sources Häufigkeit
Ä
  <-- Eingabehilfe einblenden - klicken