pauker.at

Griechisch γερμανικά *a/web/stefanz/ztools/pauker.php 338

μετάφρασε !
φίλτραSeite < >
DeutschGriechischκατηγορίαTyp
Mein Name ist A.
Telefon
Ονομάζομαι Α. / Onomázomä A.
(τηλέφωνο)
Spreche ich mit Herrn (/ Frau) A.?
Telefon / (sprechen)
Μιλώ με τον κύριο (/ την κυρία) Α.; / Miló me ton kírio (/ tin kiría) A.?
(τηλέφωνο) / (κύριος)
den A betreffend σχετικός με τον Α
(σχετική, σχετικό)
das große A
(groß)
το κεφαλαίο άλφα
(κεφαλαίος)
unter anderem (= u.a.)
Abkürzungen
και άλλα (= κ.ά.), μεταξύ άλλων
kä álla / metaxí állon
Web-Log n/m, Blog n/m
(Internet)
ιστολόγιο f / istolójoSubstantiv
gern - s.a.: gerne gern - βλέπε: gerne
im Format DIN A 4 στο μέγεθος Α 4
abgrenzen (a. Begriffe), separieren διαχωρίζω (-σα, -στηκα) / dhichorízo
verletzen, verwunden (a. fig) τραυματίζω (-σα, -στηκα) / travmatízo
Anmerkung des Übersetzers (A.d.Ü.)
(Übersetzer)
Σχόλιο του μεταφραστή (Σ.τ.Μ.)
(μεταφραστής)
Zusammenstoß m (a. fig), Konflikt m σύγκρουση f / síngrusiSubstantiv
Konkurrenz f, Wettbewerb m (a. Sport) συναγωνισμός m / sinagonismós
Spielerin
f
παίκτρια, παίχτρια, παίχτρα f / päktria, pächtr(i)aSubstantiv
und Ähnliches n (/ Ähnliche n,pl ) (= u.Ä.)
Abkürzungen
και τα τοιαύτα (= κ.τ.τ.)
die Waage neigt sich zu Gunsten von A.
Ergebnis / (neigen)
η ζυγαριά γέρνει υπέρ του Α.
(γέρνω)
Verbundenheit f (mit), Bindung f (a. chem), Beziehung
f
δεσμός m (με) / dhesmós (me)Substantiv
Verfahren n (a. jur ), Prozess m, Prozedur f, διαδικασία f / dhiadhiskasíaSubstantiv
kalt, kühl (a. fig)
(kalter, kalte, kaltes, kalten) (kühler, kühle, kühles, kühlen)
ψυχρός / psichrós
(ψυχρή, ψυχρό)
die Zügel m,pl locker lassen (a. fig) χαλαρώνω τα ηνία n,pl
Herr A. nannte mir Ihren Namen (m,Akk).
(nennen) (Name)
Ο κύριος Α. μου ανέφερε (→ αναφέρω) το όνομά σας.
(όνομα)
glänzend (a. fig); großartig
(glänzender, glänzende, glänzendes) (großartiger, großartige, großartiges)
λαμπρός / lambrós
(λαμπρή, λαμπρό)
Schnauze f (a. fig); Fratze f; Fresse f (verächtl. für Gesicht) μούρη f / múri
Über den Verbleib (m) von A. ist nichts bekannt.
Aufenthalt, Lebenssituation, Information
(αγνοώ:) Αγνοείται η τύχη του Α.
Handel m: Eine Art Geschäft, bei dem A dem B die Ware des C wegnimmt, und B dafür dem D das Geld aus der Tasche zieht, das dem E gehört.
Kommerz / Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch. / (wegnehmen, ziehen, gehören) / "Commerce: A kind of transaction in which A plunders from B the goods of C, and for compensation B picks the pocket of D of money belonging to E. "
Εμπόριο n: Είδος δοσοληψίας, στο οποίο ο Α αρπάζει από τον Β τα αγαθά του Γ κι ο Β για να επανορθώσει τη χασούρα, αδειάζει την τσέπη του Δ απ' τα λεφτά που ανήκουν στον Ε.
Άμπροουζ Μπίρς, τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (δοσοληψία, αρπάζω, επανορθώνω, αδειάζω, ανήκω)
Eichhörnchen sind beliebte Charaktere in vielen Cartoons wie "Chip and Dale" (dt.: A-Hörnchen und B-Hörnchen) von Disney.
Comics / (beliebt) (Charakter) (Cartoon) (viel)
Οι σκίουροι είναι δημοφιλείς χαρακτήρες σε πολλά καρτούν, όπως οι "Τσιπ και Ντέηλ" του Ντίσνεϋ.
(σκίουρος) (δημοφιλής) (χαρακτήρας) (πολύς)
Gelegenheit f: Günstige Möglichkeit, sich eine Enttäuschung anzueignen.
Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / (günstig, aneignen) / OPPORTUNITY: A favorable occasion for grasping a disappointement.
Ευκαιρία f: Η καταλληλότερη στιγμή για ν' αρπάξεις την απογοήτευση.
Άμπροουζ Μπίρς, τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (κατάλληλος, αρπάζω)
Ich möchte einen Termin mit Herrn (/ Frau) A. vereinbaren. Wann würde es Ihnen passen ? Sagen wir um 10 Uhr ?
Verabredung, Vereinbarung
Θα ήθελα να κλείσω ραντεβού με τον κύριο (/ την κυρία) Α. –Πότε θα μπορούσατε; - Να πούμε στις 10;
gehen, fahren
(u.a. Fortbewegungen)
πηγαίνω / πάωVerb
deine so genannten Freunde
(Freund) (a.R.: sogenannten)
οι λεγόμενοι φίλοι σου / i legómeni fíli su
(φίλος) (λεγόμενος)
Fasching m (süddt), Karneval m
(Fasching v.a. im süddt. Raum)
Αποκριά f, Αποκριές f,pl / Apokriá, ApokriésSubstantiv
Plebiszit n: Volksabstimmung zur Bestätigung des Herrscherwillens.
Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / (Herrscher, Wille) / PLEBISCITE, n. A popular vote to ascertain the will of the sovereign.
Δημοψήφισμα n: Λαϊκές εκλογές, για να διαπιστωθεί τι θέλει η κυβέρνηση.
Άμπροουζ Μπίρς (Αμερικανού συγγραφέα), τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (λαϊκός, εκλογή, διαπιστώνω, θέλω)
αποτέλασμα χωρίς εγγύηση Generiert am 30.11.2024 4:15:17
νέα συνεισφοράέλεγχος εγγραφώνIm Forum nachfragenandere Quellen (EL) Häufigkeit
Ä
  <-- Eingabehilfe einblenden - klicken