pauker.at

Griechisch γερμανικά streng

μετάφρασε !
φίλτραSeite < >
DeutschGriechischκατηγορίαTyp
in strengem Tonfall m, mit strenger Stimme
f

(streng)
σε αυστηρό τόνο n / se avstiró tóno
(αυστηρός)
Substantiv
... ist gesetzlich streng verboten
(verbieten)
... απαγορεύεται αυστηρά από το νόμο
(απαγορεύω)
streng
(strenger, strenge, strenges)
αυστηρός (-ή, -ό) / avstirós
(αυστηρή, αυστηρό)
Adjektiv
das wird streng bestraft
(bestrafen)
αυτό τιμωρείται αυστηρά / avtó timorítä avstirá
(τιμωρώ)
Die soziale Situation erfordert eine sofortige Umsetzung der strengeren Kontrollen.
Lebenssituation / (streng) (Kontrolle)
Η κοινωνική συγκυρία επιβάλλει (→ επιβάλλω) την άμεση εφαρμογή αυστηρότερων ελέγχων.
(κοινωνικός) (άμεσος) (έλεγχος)
αποτέλασμα χωρίς εγγύηση Generiert am 30.11.2024 13:01:24
νέα συνεισφοράέλεγχος εγγραφώνIm Forum nachfragenandere Quellen Häufigkeit
Ä
  <-- Eingabehilfe einblenden - klicken