pauker.at

Griechisch γερμανικά mutig

μετάφρασε !
φίλτραSeite < >
DeutschGriechischκατηγορίαTyp
mutig
(mutiger, mutige, mutiges)
θαρραλέος / tharraléos
(θαρραλέα, θαρραλέο) / (θάρρος = Mut)
Adjektiv
tapfer, mutig; großzügig
(tapferer, tapfere, tapferes) (mutiger, mutige, mutiges)
γενναίος / jennäos
(γενναία, γενναίο)
αποτέλασμα χωρίς εγγύηση Generiert am 24.11.2024 5:38:43
νέα συνεισφοράέλεγχος εγγραφώνIm Forum nachfragenandere Quellen Häufigkeit
Ä
  <-- Eingabehilfe einblenden - klicken