| Deutsch▲▼ | Griechisch▲▼ | κατηγορία | Typ | |
| | |
|
Hände hoch !
(Hand) |
ψηλά τα χέρια ! / psilá ta xéria
(χέρι) | | | |
|
ich habe hohes Fieber n
(hoch) |
έχω ψηλό πυρετό / écho psiló piretó
(ψηλός) (πυρετός) | | Substantiv | |
|
ein ganz hoher Berg
(hoch) |
ένα πολύ ψηλό βουνό
(ψηλός) | | | |
|
Kopf hoch! / Nur Mut !
Ermutigung |
κουράγιο! / kurájo | | | |
|
Wie hoch sind die Gebühren ?
(Gebühr) |
Σε τι ποσό ανέρχονται τα τέλη; (→ ανέρχομαι)
Se ti posó anérchondä ta téli ? / (τέλος) | | | |
|
hoch
(hoher, hohe, hohes) |
υψηλός / ψηλός - ipsilós / psilós
(υψηλή, υψηλό) (ψηλή, ψηλό) | | Adjektiv | |
|
Wir fahren mit dem Aufzug hoch.
(hochfahren) |
Ανεβαίνουμε απάνω με το ασανσέρ.
(ανεβαίνω) | | | |
|
hoch sein, messen (in der Höhe)
Maße |
έχω ύψος nneutrum / écho ípsos | | | |
|
das Haus ist drei Stock hoch / das Haus hat drei Stockwerke
(Stockwerk) |
το σπίτι είναι τριώροφο / το σπίτι έχει τρείς ορόφους
(όροφος) | | | |
|
beliebt sein, populär sein, hoch im Kurs mmaskulinum stehen figfigürlich |
είμαι δημοφιλής (-ής, -ές) / ímä dhimofilís
(δημοφιλές) | figfigürlich | | |
|
(so) viel, so viele; so groß, so hoch, so sehr |
τόσος (τόση, τόσο) / tósos | | | |
|
Stell die Heizung ganz hoch, damit uns schneller warm wird.
(hochstellen) (schnell) |
Βάλε την θέρμανση στο δυνατό για να ζεσταθούμε (→ ζεσταίνω) πιο γρήγορα.
(βάζω) | | | |
|
Das Grauhörnchen ist Träger eines tödlichen Virus, für den es jedoch Immunität besitzt. Das rote Eichhörnchen andererseits stirbt zu einem hohen Prozentsatz, wenn es mit dem Virus infiziert wurde.
(tödlich) (sterben) (hoch) (infizieren) |
Ο γκρι σκίουρος κουβαλάει έναν θανατηφόρα ιό για τον οποίο όμως ο ίδιος έχει ανοσία. Ο κόκκινος σκίουρος από την άλλη πεθαίνει σε μεγάλα ποσοστά αν μολυνθεί (→ μολύνω) από τον ιό.
(κουβαλώ) (θανατηφόρος) (ιός) (πεθαίνω) (ποσοστό) | | | |
|
höher, überlegen
(höherer, höhere, höheres) (überlegener, überlegene, überlegenes) |
ανώτερος (-η, -ο) / anóteros
(ανώτερη, ανώτερο) | | | |
|
(Maß:) in hohem Maße, in großem Ausmaß n
(hoch) |
(βαθμός:) σε μεγάλο βαθμό mmaskulinum / se megálo wathmó
(μεγάλος) | | Substantiv | |
|
Der Mytikas ist der höchste Gipfel des Olymp und Griechenlands. Seine Höhe beträgt 2917 Meter.
Berg, Griechenland / (hoch, betragen) |
O Μύτικας είναι η ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και της Ελλάδας. Το ύψος του ανέρχεται στα 2917 μέτρα.
(υψηλός, Όλυμπος, Ελλάδα, ανέρχομαι, μέτρο) | | | |
|
ein hoher (/ kleiner) Beamter |
ένας ανώτερος (/ κατώτερος) δημόσιος υπάλληλος / énas anóteros (/ katóteros) dhimósios ipállilos | | | |
|
von geringer (/ mittlerer, hoher) Qualität f |
χαμηλής (/ μέσης, υψηλής) ποιότητας / chamilís (/ mésis, ipsilís) piótitas
(ποιότητα) | | Substantiv | |
|
Die Hierarchie ist wie ein Regalsystem. Je höher sich etwas befindet, um so nutzloser ist es.
Spruch / (befinden) (nutzlos) |
Η ιεραρχία είναι όπως τα ράφια. Όσο πιο ψηλά βρίσκονται, τόσο πιο άχρηστα είναι.
(ράφι) (βρίσκομαι) | | | |
|
Der Mount Everest ist der höchste Punkt der Erde. Sein Gipfel befindet sich in einer Höhe von 8.848 Metern.
8848 entspricht genau der heutigen Anzahl von Einträgen in dieses Lexikon (11.12.2010). / (Berg) (hoch) (befinden) (Meter) |
To όρος Έβερεστ είναι το υψηλότερο σημείο της Γης. Η κορυφή βρίσκεται σε ύψος 8.848 μέτρα.
8.848 αντιστοιχεί ακριβώς στο σημερινό αριθμό των εγγραφών σε αυτό το λεξικό. / (υψηλός) (γη) (βρίσκομαι) (μέτρο) | | | |
αποτέλασμα χωρίς εγγύηση Generiert am 27.11.2024 4:13:41 νέα συνεισφοράέλεγχος εγγραφώνIm Forum nachfragenandere Quellen Häufigkeit 1 |