pauker.at

Griechisch γερμανικά arm

μετάφρασε !
φίλτραSeite < >
DeutschGriechischκατηγορίαTyp
arm
(armer, arme, armes, armen)
φτωχός / ftochós
(φτωχή od.: φτωχιά, φτωχό)
Adjektiv
Hand f, Arm m χέρι n / to chériSubstantiv
sich den Arm brechen
Verletzungen
σπάζω (/ σπάω) το χέρι μου
Warum hältst du meinen Arm?
Motiv / (halten)
Γιατί μου πιάνεις (> πιάνω) το μπράτσο;
Jatí mu piánis to brátso ?
er legte den Arm um ihre Schultern
(legen) (Schulter)
έβαλε (→ βάζω) το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της
(ώμος)
ich Armer m ! καημένο μου ! / kaiméno mu
αποτέλασμα χωρίς εγγύηση Generiert am 27.11.2024 11:54:14
νέα συνεισφοράέλεγχος εγγραφώνIm Forum nachfragenandere Quellen Häufigkeit
Ä
  <-- Eingabehilfe einblenden - klicken