pauker.at

Griechisch γερμανικά Stunden

μετάφρασε !
φίλτραSeite < >
DeutschGriechischκατηγορίαTyp
Dekl. Stunde
f

Maße, Zeiteinheit
ώρα f / óraSubstantiv
in den nächsten zwei Stunden
(nächst) (Stunde)
στο επόμενο δίωρο
(επόμενος)
länger als drei Stunden
(Stunde)
παραπάνω (/ για πάνω) από τρεις ώρες
(ώρα)
er/sie arbeitet durchschnittlich 8 Stunden am Tag
Arbeit / (arbeiten) (Stunde)
εργάζεται κατά μέσον όρο 8 ώρες την ημέρα
(εργάζομαι) (ώρα)
αποτέλασμα χωρίς εγγύηση Generiert am 02.12.2024 22:04:32
νέα συνεισφοράέλεγχος εγγραφώνIm Forum nachfragenandere Quellen Häufigkeit
Ä
  <-- Eingabehilfe einblenden - klicken