pauker.at

Griechisch γερμανικά Ausland

μετάφρασε !
φίλτραSeite < >
DeutschGriechischκατηγορίαTyp
Dekl. Ausland
n
εξωτερικό nSubstantiv
er ist im Ausland
Reise
λείπει στο εξωτερικό / lípi sto exoterikó
(λείπω)
(im / aus dem) Ausland n (στο / από) το εξωτερικό f / (sto / apó) to exoterikóSubstantiv
Auslandsaufenthalt
m

Reise / (Ausland) (Aufenthalt)
διαμονή f στο εξωτερικόSubstantiv
αποτέλασμα χωρίς εγγύηση Generiert am 27.11.2024 16:00:29
νέα συνεισφοράέλεγχος εγγραφώνIm Forum nachfragenandere Quellen Häufigkeit
Ä
  <-- Eingabehilfe einblenden - klicken