Deutsch▲ ▼ Griechisch▲ ▼ Kategorie Typ
diese (n Pl.)
αυτά
die Ereignisse (n,pl) dieses Nachmittags (Ereignis) (dies) (Nachmittag)
τα γεγονότα (n,pl) αυτού του απογεύνματος (γεγονός) (αυτός) (απόγευμα)
danach, daraufhin
κατόπι, κατόπιν / katópi(n) Adverb
Web-Log n/m , Blog n/m (Internet)
ιστολόγιο f femininum / istolójo Substantiv
ihr (Pl.: m, f, n)
τους
im Stehen (n, Dat)
ακάθιστος / akáthistos (ακάθιστο, ακάθιστη)
zu Hunderten (n,pl) (hundert)
κατά εκατοντάδες f,pl (εκατοντάδα)
Substantiv
die EU-Mitgliedsländer (n,pl) (Land) (Europäische Union)
οι χώρες-μέλη f,pl της ΕΕ (χώρα) (Ευρωπαϊκή Ένωση)
Substantiv
Muss ich umsteigen? Zug , Reise , Verkehr
Πρέπει ν’αλλάξω τρένο; / Prépi n'alláxo tréno ? (αλλάζω)
vor Gericht kommen (Angelegenheit, Fall)
φτάνω στα δικαστήρια (n,pl) (δικαστήριο)
bestellen
παραγγέλνω, παραγγέλλω (παράγγειλα, παραγγέλθηκα) / parangjél(n)o Verb
liegend, im Liegen (n, Dat)
ξαπλωμένος / xaploménos (ξαπλωμένη, ξαπλωμένο)
sitzend, im Sitzen (n, Dat)
καθιστός / kathistós (καθιστή, καθιστό)
vortragen, verkünden
απαγγέλλω, απαγγέλνω (-ειλα, -έλθηκα) / apanjéll(n)o
Ich spreche fließend Italienisch (n) , dagegen kann ich Griechisch nicht gut. Verständigung / (sprechen)
Μιλώ με ευχέρεια ιταλικά (n,pl) , αντίθετα όμως δεν ξέρω καλά ελληνικά.
(leben:) Er lebt über seine Verhältnisse (n,pl). Finanzen , Lebenssituation
(ζω:) Ζει πάνω από τις οικονομικές του δυνατότητες f,pl .zi páno apó tis ikonomikés tu dinatótites / (δυνατότητα)
Du musst dich entscheiden. Entschluss
Πρέπει ν'αποφασίσεις. (→ αποφασίζω) / prépi n'apofasísis
im Rahmen des Möglichen (n, Gen) (möglich)
μέσα στα όρια του δυνατού (m, Gen) (δυνατός)
Reichtümer m,pl anhäufen (Reichtum)
μαζεύω πλούτη m od. n,pl / mazévo plúti (πλούτος)
verantwortlich für etw
υπαίτιος (-α, -ο) ενός πράγματος (n,Gen) (υπαίτια, υπαίτιο) (πράγμα)
vor Beginn des neuen Schuljahrs (n, Gen) (Schuljahr)
πριν από την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς (f, Gen)
kaputtmachen, verderben (lassen); trüben (Stimmung)
χαλνώ, χαλάω, χαλώ (-άς, -ασα, -άστηκα) / chal(n)ó
er blieb auf seinen Waren (f,pl) sitzen (sitzenbleiben) (Ware)
τα εμπορεύματά (n,pl) του έμειναν (→ μένω) απούλητα (εμπορεύματα)
mitten im Sommer (m, Dat) (Mitte)
στη μέση του καλοκαιριού (n, Gen) / sti mési tu kalokäriú (καλοκαίρι)
mehr als die Hälfte der Leute (n,pl,Gen)
παραπάνω από το μισό των ανθρώπων (m,pl,Gen) (άνθρωπος)
Park besser nicht hier, sonst bekommst du einen Strafzettel m maskulinum (/ ein Knöllchen (n,ugs) ) Ratschlag / (parken) (bekommen)
Καλύτερα μην παρκάρεις εδώ, γιατί θα σε γράψουν (παρκάρω) (γράφω)
Substantiv
An wen kann ich mich wenden? FAQ , Behördenangelegenheit
Σε ποιον μπορώ ν’απευθυνθώ; (→ απευθύνω) Se pion boró n'apevthinthó ?
4, vier Kardinalzahlen
τέσσερα / téssera (m+f: τέσσερις, n: τέσσερα)
3, drei Kardinalzahlen
τρία / tría (m+f: τρεις n: τρία )
Kann ich mein Gepäck hier lassen (bis ... Uhr) ? Reise
Μπορώ ν'αφήσω τις αποσκευές μου εδώ (μέχρι τις ... η ώρα); Boró n'afíso tis aposkevés mu edhó (méchri tis ... i óra) ?
Wahrheit f femininum : Einfallsreiche Mischung von Wunsch und Anschein. Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / "TRUTH, n. An ingenious compound of desirability and appearance."
Αλήθεια f femininum : ευφυής σύνθεση της επιθυμίας με την εντύπωση. Άμπροουζ Μπίρς (Αμερικανού συγγραφέα), τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (επιθυμία, διάβολος)
Freiheit f femininum : eines der kostbarsten Güter der Einbildungskraft. Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / (kostbar, Einbildung = Fantasie) / LIBERTY, n. One of imagination’s most precious possessions.
Ελευθερία f femininum : Ένα από τα πλεόν πολύτιμα αγαθά της φαντασίας. Άμπροουζ Μπίρς, τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (πολύτιμος, φαντασία)
Plebiszit n neutrum : Volksabstimmung zur Bestätigung des Herrscherwillens. Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / (Herrscher, Wille) / PLEBISCITE, n. A popular vote to ascertain the will of the sovereign.
Δημοψήφισμα n neutrum : Λαϊκές εκλογές, για να διαπιστωθεί τι θέλει η κυβέρνηση. Άμπροουζ Μπίρς (Αμερικανού συγγραφέα), τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (λαϊκός, εκλογή, διαπιστώνω, θέλω)
Montag m maskulinum : In christlichen Ländern der Tag nach dem Fußballspiel. Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / (christlich, Land, Fußball, Teufel) - Monday, n. In Christian countries, the day after the baseball game.
Δευτέρα f femininum : Στις χώρες που χρησιμοποιούν το χριστιανικό ημερολόγιο, είναι η μέρα μετά το ποδοσφαιρικό ματς. Άμπροουζ Μπίρς, τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (χώρα, χρησιμοποιώ, χριστιανικός, ποδόσφαιρο, διάβολος)
Ergebnis ohne Gewähr Generiert am 16.01.2025 14:47:50 neuer Eintrag Einträge prüfen Im Forum nachfragen andere Quellen (EL) Häufigkeit 1