Deutsch▲ ▼ Griechisch▲ ▼ Kategorie Typ
Mein Name ist A. Telefon
Ονομάζομαι Α. / Onomázomä A. (τηλέφωνο)
Spreche ich mit Herrn (/ Frau) A.? Telefon / (sprechen)
Μιλώ με τον κύριο (/ την κυρία) Α.; / Miló me ton kírio (/ tin kiría) A.? (τηλέφωνο) / (κύριος)
den A betreffend
σχετικός με τον Α (σχετική, σχετικό)
das große A (groß)
το κεφαλαίο άλφα (κεφαλαίος)
unter anderem (= u.a.) Abkürzungen
και άλλα (= κ.ά.), μεταξύ άλλων kä álla / metaxí állon
Web-Log n/m , Blog n/m (Internet)
ιστολόγιο f femininum / istolójo Substantiv
gern - s.a.: → gerne
gern - βλέπε: gerne
im Format DIN A 4
στο μέγεθος Α 4
abgrenzen (a. Begriffe) , separieren
διαχωρίζω (-σα, -στηκα) / dhichorízo
verletzen, verwunden (a. fig)
τραυματίζω (-σα, -στηκα) / travmatízo
Anmerkung des Übersetzers (A.d.Ü.) (Übersetzer)
Σχόλιο του μεταφραστή (Σ.τ.Μ.) (μεταφραστής)
Zusammenstoß m maskulinum (a. fig) , Konflikt m maskulinum
σύγκρουση f femininum / síngrusi Substantiv
Konkurrenz f femininum , Wettbewerb m maskulinum (a. Sport)
συναγωνισμός m maskulinum / sinagonismós
Spielerin f
παίκτρια, παίχτρια, παίχτρα f femininum / päktria, pächtr(i)a Substantiv
und Ähnliches n neutrum (/ Ähnliche n,pl ) (= u.Ä.) Abkürzungen
και τα τοιαύτα (= κ.τ.τ.)
die Waage neigt sich zu Gunsten von A. Ergebnis / (neigen)
η ζυγαριά γέρνει υπέρ του Α. (γέρνω)
Verbundenheit f femininum (mit) , Bindung f femininum (a. chem) , Beziehung f
δεσμός m maskulinum (με) / dhesmós (me) Substantiv
Verfahren n neutrum (a. jur ), Prozess m maskulinum , Prozedur f femininum ,
διαδικασία f femininum / dhiadhiskasía Substantiv
kalt, kühl (a. fig) (kalter, kalte, kaltes, kalten) (kühler, kühle, kühles, kühlen)
ψυχρός / psichrós (ψυχρή, ψυχρό)
die Zügel m,pl locker lassen (a. fig)
χαλαρώνω τα ηνία n,pl
Herr A. nannte mir Ihren Namen (m,Akk) .(nennen) (Name)
Ο κύριος Α. μου ανέφερε (→ αναφέρω) το όνομά σας. (όνομα)
glänzend (a. fig) ; großartig (glänzender, glänzende, glänzendes) (großartiger, großartige, großartiges)
λαμπρός / lambrós (λαμπρή, λαμπρό)
Schnauze f femininum (a. fig) ; Fratze f femininum ; Fresse f femininum (verächtl. für Gesicht)
μούρη f femininum / múri
Über den Verbleib (m) von A. ist nichts bekannt. Aufenthalt , Lebenssituation , Information
(αγνοώ:) Αγνοείται η τύχη του Α.
Handel m maskulinum : Eine Art Geschäft, bei dem A dem B die Ware des C wegnimmt, und B dafür dem D das Geld aus der Tasche zieht, das dem E gehört. Kommerz / Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch. / (wegnehmen, ziehen, gehören) / "Commerce: A kind of transaction in which A plunders from B the goods of C, and for compensation B picks the pocket of D of money belonging to E. "
Εμπόριο n neutrum : Είδος δοσοληψίας, στο οποίο ο Α αρπάζει από τον Β τα αγαθά του Γ κι ο Β για να επανορθώσει τη χασούρα, αδειάζει την τσέπη του Δ απ' τα λεφτά που ανήκουν στον Ε. Άμπροουζ Μπίρς, τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (δοσοληψία, αρπάζω, επανορθώνω, αδειάζω, ανήκω)
Eichhörnchen sind beliebte Charaktere in vielen Cartoons wie "Chip and Dale" (dt.: A-Hörnchen und B-Hörnchen) von Disney. Comics / (beliebt) (Charakter) (Cartoon) (viel)
Οι σκίουροι είναι δημοφιλείς χαρακτήρες σε πολλά καρτούν, όπως οι "Τσιπ και Ντέηλ" του Ντίσνεϋ. (σκίουρος) (δημοφιλής) (χαρακτήρας) (πολύς)
Gelegenheit f femininum : Günstige Möglichkeit, sich eine Enttäuschung anzueignen. Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / (günstig, aneignen) / OPPORTUNITY: A favorable occasion for grasping a disappointement.
Ευκαιρία f femininum : Η καταλληλότερη στιγμή για ν' αρπάξεις την απογοήτευση. Άμπροουζ Μπίρς, τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (κατάλληλος, αρπάζω)
Ich möchte einen Termin mit Herrn (/ Frau) A. vereinbaren. – Wann würde es Ihnen passen ? – Sagen wir um 10 Uhr ? Verabredung , Vereinbarung
Θα ήθελα να κλείσω ραντεβού με τον κύριο (/ την κυρία) Α. –Πότε θα μπορούσατε; - Να πούμε στις 10;
gehen, fahren (u.a. Fortbewegungen)
πηγαίνω / πάω Verb
deine so genannten Freunde (Freund) (a.R.: sogenannten)
οι λεγόμενοι φίλοι σου / i legómeni fíli su (φίλος) (λεγόμενος)
Fasching m maskulinum (süddt) , Karneval m maskulinum (Fasching v.a. im süddt. Raum)
Αποκριά f femininum , Αποκριές f,pl / Apokriá, Apokriés Substantiv
Plebiszit n neutrum : Volksabstimmung zur Bestätigung des Herrscherwillens. Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / (Herrscher, Wille) / PLEBISCITE, n. A popular vote to ascertain the will of the sovereign.
Δημοψήφισμα n neutrum : Λαϊκές εκλογές, για να διαπιστωθεί τι θέλει η κυβέρνηση. Άμπροουζ Μπίρς (Αμερικανού συγγραφέα), τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (λαϊκός, εκλογή, διαπιστώνω, θέλω)
Ergebnis ohne Gewähr Generiert am 12.11.2024 20:00:48 neuer Eintrag Einträge prüfen Im Forum nachfragen andere Quellen (EL) Häufigkeit 1