pauker.at

Griechisch Deutsch treu

Übersetze
FilternSeite < >
DeutschGriechischKategorieTyp
treu (jmdm, einer Sache)
(treuer, treue, treues)
πιστός (σε κάποιον, κάτι) / pistós
(πιστή, πιστό)
seinen Grundsätzen treu bleiben
(Grundsatz)
μένω πιστός στις αρχές μου
( αρχή)
(treu) dem Plan folgend, den er entworfen hatte
Handeln / (folgen)
ακολουθώντας (πιστά) το σχέδιο που είχε καταστρώσει (→ καταστρώνω)
(ακολουθώ)
fest, stabil, beständig; treu
(fester, feste, festes, festen) (stabiler, stabile, stabiles, stabilen)
σταθερός (-ή, -ό) / statherós
(σταθερή, σταθερό)
Zukunft f: jene Zeit, in der unsere Geschäfte gut gehen, unsere Freunde treu sind und unser Glück gesichert ist.
Ambrose Bierce (1842-1914), Zitat aus: Des Teufels Wörterbuch / (Geschäft, Freund, Teufel)
Μέλλον n: Η χρονική περίοδος, στη διάρκεια της οποίας οι δουλειές μας ανθούν, οι φίλοι μας είναι πιστοί και η ευτυχία μας σίγουρη.
Άμπροουζ Μπίρς, τσιτάτο από το «Αλφαβητάρι του Διαβόλου». / (χρονικός, οποίος δουλειά, ανθίζω, φίλος, πιστός, σίγουρος, διάβολος)
Ergebnis ohne Gewähr Generiert am 27.11.2024 15:13:37
neuer EintragEinträge prüfenIm Forum nachfragenandere Quellen Häufigkeit
Ä
  <-- Eingabehilfe einblenden - klicken